εξαγορευτής

εξαγορευτής
και ξαγορευτής, ο (AM ἐξαγορευτής) [εξαγορεύω]
μσν.- νεοελλ.
εξομολόγος
αρχ.
αυτός που ανακοινώνει μυστικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐξαγορευτάς — ἐξαγορευτά̱ς , ἐξαγορευτής one who confesses masc acc pl ἐξαγορευτά̱ς , ἐξαγορευτής one who confesses masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξαγοράρης — ο (Μ ξαγοράρης) εξαγορευτής, εξομολογητής, πνευματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐξαγοράριος < ἐξαγορεύω + κατάλ. άριος ή, κατ άλλους, από το ἐξαγοράρης < ἐξαγορά + κατάλ. άρης] …   Dictionary of Greek

  • ξαγορευτής — ο (Μ ξαγορευτής) βλ. εξαγορευτής …   Dictionary of Greek

  • Βουστρώνιος — Επώνυμο Κύπριων λογίων. 1. Γεώργιος (Κύπρος 1430; – 1501;). Χρονογράφος. Ήταν γαλλικής καταγωγής, καθολικός και έμπιστος των τελευταίων Φράγκων βασιλιάδων της Κύπρου. Το χρονικό του, Διήγησις κρόνικας Κύπρου, γραμμένο στο κυπριακό ιδίωμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”